- μεσόκοιλος
- μεσόκοιλοςhollowmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσόκοιλος — μεσόκοιλος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε κοίλο σημείο, σε κοιλάδα («πόλις μεσόκοιλος», Πολύβ.) 2. ο κοίλος στο μέσο («καυλὸν μεσόκοιλον», Διόσκ.) 3. αυτός που έχει κοιλανθεί, κοίλος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσόκοιλα η μεσόδμη*. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μεσόκοιλον — μεσόκοιλος hollow masc/fem acc sg μεσόκοιλος hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοκοίλων — μεσόκοιλος hollow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόκοιλοι — μεσόκοιλος hollow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
ԽՈՐԱՄԻՋՈՑ — ( ) NBH 1 0972 Chronological Sequence: Early classical ա. μεσοκοίλος in medio concavus. որոյ միջոցն է խոր. դոգեալ ʼի միջւայրին. *Կէսքն նքուրի կերպարանաց նմանեցուցին (զերկիր), եւ ոմանք խորամիջոց անուանեցին. Վեցօր. ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)